Η ηθική της εργασίας
Στη σύγχρονη Δυτική καπιταλιστική κοινωνία ο Χριστιανισμός φαίνεται πως αποτελεί πια ένα ξεπερασμένο εργαλείο χειραγώγησης. Όπως, πολύ σωστά, αναφέρει ο Κορνήλιος Καστοριάδης (1997, 12), «ο καπιταλισμός είναι το πρώτο καθεστώς που παράγει μια ιδεολογία, σύμφωνα με την οποία το ίδιο αυτό το καθεστώς είναι «ορθολογικό». Η νομιμοποίηση των άλλων τύπων θεσμίσεων της κοινωνίας ήταν μυθική, θρησκευτική ή παραδοσιακή».
Για τον Κορνήλιο Καστοριάδη «κάθε κοινωνία θεσμίζει τον εαυτό της και συγχρόνως τη «νομιμοποίησή της» (1997, σ.14). Κάθε κοινωνία, δηλαδή, δημιουργεί τους δικούς της θεσμούς (κανόνες, τους νόμους, αξίες, γλώσσα, και ηθικούς κανόνες) που λειτουργούν με βάση μια κοινή κατανόηση για τη ζωή και το ρόλο του ανθρώπου μέσα στο σύμπαν. Οι θεσμοί αυτοί, δημιουργούν ένα πλέγμα εννοιών, ένα σύνολο αξιών, το λεγόμενο κοινωνικό φαντασιακό. Η σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, θέτει ως φαντασιακό της την αέναη επέκταση της «ορθολογικής» κυριαρχίας με βάση την απεριόριστη διεύρυνση των παραγωγικών δυνάμεων και βασίζει την πρωτογενή αιτία της ύπαρξής της γύρω από την συσσώρευση και κατοχή κεφαλαίων. Αυτό συνεπάγεται και την ηθικοποίηση της εργασίας, η οποία, από την εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης και μετά, αποτελεί κεντρικό πυρήνα κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας. Η περίοδος της Βιομηχανικής Επανάστασης αποτελεί ορόσημο στην ιστορία της καπιταλιστικής ανάπτυξης, καθώς κατάφερε όχι μόνο να διαλύσει την παλαιά τάξη πραγμάτων, μετατρέποντας την παραγωγή από μια αναγκαία πράξη που αποσκοπούσε στην εξασφάλιση των βασικών μέσων επιβίωσης σε κυρίαρχο δόγμα το οποίο πρεσβεύει πως όλα τα ανθρώπινα προβλήματα μπορούν να ελαχιστοποιηθούν μέσω της απεριόριστης διάθεσης υλικών εμπορευμάτων, όπως αναφέρει ο Καρλ Πολάνυι στο αξιοθαύμαστο βιβλίο του Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός.
Ένας, εξίσου, σημαντικός κοινωνιολόγους/φιλοσόφους, που ανέλυσε τον τρόπο που λειτουργεί ο φιλελεύθερος καπιταλισμός, καθώς και όλοι οι θεσμοί του (πολιτικά κόμματα, κοινοβούλια, κράτος κτλ) είναι ο Max Weber, για τον οποίο η ηθική της εργασίας προϋπήρχε της Βιομηχανικής Επανάστασης. Μέσα από το έργο του Γερμανού κοινωνιολόγου, αυτό του βλέπουμε είναι πως η καπιταλιστική ηθική, έχει τις ρίζες της στον Προτεσταντισμό, κυρίως στον Καλβινισμό, τον Πιετισμό αλλά και τους Πουριτανούς: «Όταν ο ασκητισμός» (των Πουριτανών) «εφαρμόστηκε έξω από μοναστικά κελιά, στην καθημερινή ζωή και άρχισε να κυριαρχεί στην κοσμική ηθική, συνέβαλε με τη σειρά του στο ρόλο της οικοδόμησης της σύγχρονης οικονομικής τάξης» (2003, σ.181), αναφέρει στο βιβλίο Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού. Έχοντας μάλιστα αποδείξει ότι οι περισσότεροι από αυτούς που βρίσκονται σε υψηλά αξιώματα στην καπιταλιστική πυραμίδα είναι προτεστάντες, μιλώντας για τις περιοχές της Ανατολικής Γερμανίας κατά την δεκαετία 1900-1920, όπου οι Καθολικοί Πολωνοί υστερούν έναντι των Πιετιστών στη διοίκηση επιχειρήσεων και συσσώρευση κεφαλείου, μας δίνει να καταλάβουμε ότι, ως ένα βαθμό, η προτεσταντική ηθική της εργασίας αποτελεί την πεμπτουσία του καπιταλισμού. Παρομοίως, στο Baden, την Bavaria (περιοχές της Γερμανίας),την Ουγγαρία και την Γαλλία, οι Καθολικοί φαίνονται πως προτιμούν την καλοπέραση ακόμη και αν απολαμβάνουν χαμηλούς μισθούς, σε αντίθεση με την «Καλβινιστική διασπορά», που ο Gothier την βαφτίζει ως «φυτώριο της καπιταλιστικής οικονομίας» (Weber 2003, σ.10).
Με βάση τον Απόστολο Παύλο: «όποιος δεν εργάζεται, δεν θα τρώει» (Β’ Θεό. 3,10). Έτσι, αναφέρει ο Weber, πως με βάση την Χριστιανική διδασκαλία η απροθυμία για εργασία είναι ενδεικτική της έλλειψης χάριτος. Με βάση, τέλος, τον Richard Bexter, τα διάφορα Προτεσταντικά δόγματα βασίζουν την φιλοσοφία τους στην εξής αντίληψη: πως ακόμη και οι πλούσιοι δεν θα πρέπει να τρώνε δίχως να εργάζονται, ακόμη και όλοι αυτοί που δεν χρειάζονται εργασία προκειμένου να εξασφαλίσουν όλα αυτά που τους είναι απαραίτητα, καθώς, αυτή είναι η εντολή του θεού την οποία τόσο οι πλούσιοι, όσο και οι φτωχοί θα πρέπει να υπακούν (γράφει ο Weber σ. 105).
Η εργασία ως μόχθος
Η Hannah Arendt στο βιβλίο της The Human Condition (1969) διακρίνει τρεις θεμελιώδεις ανθρώπινες δραστηριότητες (vita activita) κάτω από τις οποίες «η ζωή έχει δοθεί στους ανθρώπους» (σ.9). 1) Ο μόχθος ή δουλειά(labour), που έχει να κάνει με τη λειτουργία του ανθρώπινου σώματος και όλες τις διαδικασίες που είναι αναγκαίες για να διατηρηθεί στη ζωή ο άνθρωπος. 2) Η εργασία (work), μια αφύσικη διαδικασία η οποία «παρέχει ένα “τεχνητό” κόσμο πραγμάτων που διαφέρουν σαφώς από το φυσικό περιβάλλον» (σ.7), μια διαδικασία που διακρίνεται από μια αρχή και ένατέλος και συμβάλει στη δημιουργία διαρκών τεχνουργημάτων, όπως ένα εργαλείο, ένα τραπέζι, ή ένα κτίριο, αντικείμενα για συνεχόμενη χρήση. 3) ΗΔράση (action): Πρόκειται για τη «μόνη δραστηριότητα που επιτελείται άμεσα μεταξύ ανθρώπων χωρίς να μεσολαβούν τα πράγματα ή η ύλη, αντιστοιχεί στον ανθρώπινο όρο του πλήθους, στο γεγονός πως οι άνθρωποι και όχι ο Άνθρωπος, ζούνε πάνω στην γη και κατοικούνε τον κόσμο. Μολονότι όλες οι πλευρές της ανθρώπινης κατάστασης συνδέονται κατά κάποιον τρόπο με την πολιτική, το πλήθος είναι η κατ’ εξοχήν προϋπόθεση κάθε πολιτικής ζωής» (σ.7).
Κάθε διαδικασία που αποσκοπεί στην κατανάλωση και μόνο, ενός αντικειμένου, κατατάσσεται στην κατηγορία της δουλειάς ή του μόχθου. Διότι το αντικείμενο αυτό είναι αναγκαίο να καταναλωθεί προκειμένου να εξασφαλισθούν οι απαραίτητες σωματικές λειτουργίες για να κρατήσουν στη ζωή έναν άνθρωπο. Ως εργασία θεωρούμε την κατασκευή ή μη φυσική (τεχνητή) παραγωγή ενός αντικειμένου που θα χρησιμοποιηθεί περισσότερες από μία φορά και, επίσης, μακροπρόθεσμα. Αντίθετα, ως δράση θα χαρακτηρίζαμε την κατάσταση στην οποία κυριαρχεί ο λόγος, κοινώς την πολιτική. Υπάρχει, όμως, πιθανότητα κάποιες από τις προαναφερόμενες καταστάσεις να ταυτίζονται. Για παράδειγμα, η κατασκευή ενός ενδύματος για κάποιον μπορεί να είναι αναγκαία, καθώς μέσω αυτής της παραγωγής αμείβεται κι έτσι εξασφαλίζει στον εαυτό του όλα τα εφόδια για να επιβιώσει μέσα σε μια κοινωνία ανταγωνισμού. Έτσι, ένας εργάτης που απασχολείται σε μια φάμπρικα κατασκευής παπουτσιών, ταυτόχρονα συμβάλλει στη δημιουργία τεχνητών πραγμάτων (εργασία), ενώ μέσω αυτής της διαδικασίας εξασφαλίζει τα προς το ζην (δουλειά/μοχθος). Ως εκ τούτου, στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία η έννοια της εργασίας συνδέεται και ταυτίζεται με την κατάσταση του μόχθου αφού τις περισσότερες φορές που κάποιος παράγειέργο, το κάνει είτε για να επιβιώσει, είτε για να διεκδικήσει κάποια υψηλότερη θέση, στο πλαίσιο του καπιταλιστικού φαντασιακού. Κάτω από αυτή την λογική, η υπεράσπιση της ηθικής της εργασίας είναι ταυτόσημη με την υπεράσπιση της ανελευθερίας.
Ρεπουμπλικάνοι εξτρεμιστές στις Η.Π.Α με το σύνθημα «Μη μοιράζεσαι τον πλούτο μου. Μοιράσου την εργατική μου ηθική»
Η εργασία, ως μια μορφή προ-πολιτικής βίας
Στη δεύτερη ενότητα του ίδιου βιβλίου, η Arendt, αντλώντας παραδείγματα από την αρχαία Αθηναϊκή πολιτεία, εντοπίζει δύο σφαίρες: την ιδιωτική και τη δημόσια. Η πρώτη αφορά κυρίως το μέρος όπου μπορεί κανείς να αισθάνεται προστατευμένος από τον έξω κόσμο, ενώ η δεύτερη – η πόλις – αντανακλά τη σφαίρα της πολιτικής ζωής, «τη μόνη σφαίρα, όπου οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν πραγματικά ελεύθεροι» (Arendt, “On Revolution” 114 ). Στην αρχαία Αθήνα, η σφαίρα αυτή αποτελούνταν από το σώμα των κυρίαρχων πολιτών, οι οποίοι είχαν τη δυνατότητα να συμμετάσχουν στην διαδικασία λήψης αποφάσεων, ισόνομα. Η ιδιωτική σφαίρα περιλάμβανε τη ζωή του νοικοκυριού, που αποτελούσε «το κέντρο της πιο αυστηρής ανισότητας» (Arendt, «The Human Condition” 32) όπου κυριαρχούσε η προ-πολιτική βία. «Στην ελληνική αυτογνωσία, ο εξαναγκασμός των ανθρώπων μέσω της βίας, μέσω εντολών και όχι με βάση την πειθώ, αποτελούσε προ-πολιτικό τρόπο συναναστροφών» (Arendt, “The Human Condition” 27). Οι προ-πολιτικές σχέσεις (βία) ήταν το κύριο στοιχείο της ζωής έξω από την πολιτεία, ιδιαίτερα στη ζωή των νοικοκυριών, όπου ο οικονομών (η κεφαλή της οικογένειας) χρησιμοποιούσε δεσποτικά μέσα διακυβέρνησης, παρόμοια με αυτά που χαρακτήριζαν τις ασιατικές κοινωνίες. Ένα από τα πιο αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά της ζωής των νοικοκυριών ήταν η ύπαρξη των δούλων, δηλαδή ανθρώπων που επειδή δεν θεωρήθηκαν πολιτικά όντα, ήταν αναγκασμένοι ν’ απασχολούνται μόνο με τις ανάγκες της επιβίωσης, τόσο της δικής τους όσο και των αφεντικών τους (κατάσταση μόχθου, ή δουλειάς, η οποία σήμερα, όπως είδαμε παραπάνω, ταυτίζεται με την εργασία). Ο Αριστοτέλης, μάλιστα, αναφέρει στα πολιτικά, πως η διαφορά ενός ελεύθερου ανθρώπου από κάποιον δούλο, έγκειται στο ότι ο πρώτος μπορεί να χρησιμοποιεί το πνεύμα του και το μυαλό του για περισσότερα πράγματα από την εξασφάλιση των αναγκαίων αγαθών, σε αντίθεση με τον δούλο, ο οποίος, όπως ακριβώς και τα ζώα, δεν έχει τις ικανότητες για να υπερβεί τον μόχθο.
Το τέλος της Αθηναϊκής πολιτείας και η κατάκτησή της από τους Μακεδόνες και, έπειτα, από τους Ρωμαίους, είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση μιας τρίτης σφαίρας, της κοινωνικής (η λέξη societa [κοινωνία] δεν συμπεριλαμβανόταν στο λεξιλόγιο των αρχαίων Αθηναίων), που, στην ουσία, αναμειγνύει στοιχεία της πολιτείας (την τέχνη της πολιτικής) με τη ζωή στα νοικοκυριά (προ-πολιτικές σχέσεις, μόχθο και ανισότητα). Προφανώς η σύγχυση αυτή προέρχεται από τη διαστρέβλωση του Αριστοτελικού όρου «πολιτικό ζώο» σε «ζώο κοινωνικό» με τεράστιες συνέπειες μέχρι και σήμερα: η κοινωνία της μάζας αναδύεται, η κοινωνία όπου η ατομικότηταχάνεται μέσα στην μανία του ατομικισμού αλλά και της απροσωπίας, ένας κόσμος στείρος που δεν γεννά τίποτα, που δεν δημιουργεί, αλλά μόνο εκτελεί εντολές που εξυπηρετούν ένα ζωτικό ψεύδος. Άλλωστε, οι Ρωμαϊκές κοινωνίες, ιδιαίτερα πριν έρθουν σε επαφή με τον Αθηναϊκό πολιτισμό, δεν διέφεραν και πολύ από τις μοναρχικές ασιατικές, όπου οι πολίτες ως δούλοι, αναγκάζονταν να ασχολούνται μόνο με τις αναγκαιότητες της επιβίωσης, την εργασία (homo laborans) – πράγμα που ισχύει σε μεγάλο βαθμό και στην σύγχρονη κοινωνία.
Για την Arendt, αντίθετα με τον Weber και άλλους μοντέρνους διανοητές, η ηθικοποίηση της εργασίας δεν προέρχεται από τον Χριστιανισμό. Η ίδια λέει ότι για τον Χριστιανισμό «δεν είναι καθόλου αναγκαίο να κερδίζουν όλοι οι άνθρωποι την τροφή τους με τον ιδρώτα τους» (1969, σ.317) εφόσον δεν ζουν εκμεταλλευόμενοι τους κόπους των άλλων και πως «η χρησιμοποίηση της εργασίας ως μέσο για να αποτραπούν οι κίνδυνοι της αργίας δεν αποτελεί πρόσφατη Χριστιανική ανακάλυψη αλλά ήδη αποτελούσε μια κοινή ηθική για τους Ρωμαίους». Περαιτέρω, υποστηρίζει πως ο λόγος που ο Χριστιανισμός δεν ανέπτυξε κάποια θετική φιλοσοφία πάνω στην εργασία οφείλεται στο ότι τα κηρύγματα του Ιησού βασίζονται κυρίως στην αγάπη προς τους άλλους και τον δημιουργό θεό.
Είναι αλήθεια, ότι η ηθικοποίηση της εργασίας αποτελεί χαρακτηριστικό πολλών προ-Χριστιανικών δεσποτικών κοινωνιών που χαρακτηρίζονταν για τις ιδιαίτερα αυταρχικές και αυστηρά ιεραρχικές τους δομές. Ορθά, λοιπόν, η Arendt ισχυρίζεται ότι ο Χριστιανισμός δεν βασίζεται σε κάποια εργατιστική ηθική, αλλά θα δούμε παρακάτω, πως με τον δικό του, μέσω διάφορων αιρέσεων, καλλιέργησε την αντίληψη ότι η δουλειά αποτελεί το Α και το Ω κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας. Ο Καστοριάδης αναφερόμενος στον Μαρξ, στη «Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας» (1981, σ.33) έλεγε ότι «η σημασία μιας θεωρίας δεν μπορεί να κατανοηθεί ανεξάρτητα από την ιστορική και κοινωνική της πρακτική στην οποία αντιστοιχεί, στην οποία προεκτείνεται ή της οποίας εξυπηρετεί τη συγκάλυψη» (20). Έτσι λοιπόν, το ότι αναπτύχθηκαν ακραίες εργατιστικές τάσεις εντός των διαφόρων Χριστιανικών δογμάτων (και, κυρίως, το ότι τα πιο ακραία Χριστιανικά δόγματα και αιρέσεις, όπως αυτό των Πουριτανών, εξυμνούν την εργασία) δεν αποτελεί ένα γεγονός που θα μπορούσε κανείς να το δει μεμονωμένα, αγνοώντας τις βασικές κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις της θρησκείας αυτής. Στο ίδιο της βιβλίο, The Human Condition η Arendt βλέπει στο Χριστιανισμό μια προσπάθεια απο-πολιτικοποίησης και εγκλεισμού του ατόμου στην ιδιωτική του σφαίρα. Έτσι, απομονωμένο το άτομο από τα κοινά, δίχως δικαίωμα συμμετοχής σε αποφάσεις που καθορίζουν τη ζωή του, είναι αναγκασμένο να ασχολείται μόνο με την εργασία και την παραγωγή (κατάσταση δουλείας). «Η Χριστιανική ηθική, όπως διακρίνεται από τις θεμελιώδεις θρησκευτικές της αντιλήψεις, πάντοτε επέμενε ότι ο κάθε άνθρωπος θα πρέπει να απασχολείται με τα δικά του μόνο προβλήματα και ότι η πολιτική ευθύνη αποτελεί πρώτα απ’ όλα ένα ζήτημα που θα πρέπει να εξυπηρετεί αποκλειστικά την ευημερία και τη σωτηρία αυτών που ανησυχούν για τις δημόσιες υποθέσεις» (Arendt 1969, 60).
Ο Weber, αντιθέτως, αναγνωρίζει στον Ρεφορμισμό και τον Προτεσταντισμό μια τάση εξορθολογισμού της ανθρώπινης ζωής. Αυτό το στοιχείο, αργότερα, δημιουργεί μια αντινομία εντός του Χριστιανικού δόγματος. Με το πέρασμα των αιώνων, αναδύεται όλο και περισσότερο στην επιφάνεια, νικά το μυθικό στοιχείο, και με την επικράτηση της Βιομηχανικής Επανάστασης, εξουσιάζει ολοκληρωτικά τις Δυτικές κοινωνίες. Η κοσμοθεωρία του Χριστιανισμού αναπαράγει και διαιωνίζει προ-πολιτικές αντιλήψεις και, παρά την αντι-ατομικιστική και αλτρουιστική του προβιά, μας περιορίζει σε μια ατομοκεντρική διάσταση. Ο Καλβινιστής και ο Πουριτανός είναι υποχρεωμένος να «επικοινωνεί» με το Θεό μέσα σε βαθιά πνευματική απομόνωση καθώς πιστεύει ότι η βασιλεία των ουρανών μπορεί να κερδηθεί μόνο μέσω της ατομικής πίστης και άσκησης. Ο Χριστιανός είναι υποχρεωμένος να «αγαπά αλλήλους» με σκοπό και το προσωπικό του συμφέρον, τη σωτηρία της δ ι κ ή ς του ψυχής πρώτα απ’ όλα →ωφελιμισμός, ένα στοιχείο που συναντά κανείς στο φαντασιακό του καπιταλισμού, που αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό του[1]. Ακόμη, όμως, και αν αγνοήσουμε αυτήν την Βεμπεριανή εκδοχή, πάλι, ούτε λίγο ούτε πολύ, καταλήγουμε στο ίδιο σημείο. Όπως στην αθηναϊκή πολιτεία αυτοί που ήταν αποκλεισμένοι από τα πολιτικά θεωρούνταν μη ελεύθεροι άνθρωποι, έτσι και σε κάθε ιστορική εποχή (όπως είναι και η ιστορική περίοδος της επικράτησης του Χριστιανισμού στην Ευρώπη), η εξαίρεση ενός ατόμου από την πολιτική διαδικασία λήψης αποφάσεων και ο εγκλωβισμός του στην ιδιωτική το μεταβιβάζει στη σφαίρα της ανελευθερίας.
Από την αναγέννηση και το διαφωτισμό στο σήμερα
Οι ιδέες του John Locke δίνουν τις πρώτες βάσεις για την αξία της εργασίας. Ο Locke θα έρθει σε σύγκρουση με τον αμπσολουτισμό του Hobbes, λέγοντας πως κάθε άνθρωπος γεννιέται ελεύθερος κατάφερε να εναντιωθεί στον συντηρητισμό των Άγγλων φιλοσόφων θεωρώντας ότι οι πολίτες θα πρέπει να έχουν τον έλεγχο του Κυρίαρχου και όχι το αντίθετο (όπως ισχυριζόταν ο Hobbes), όμως η οντολογική του προσέγγιση δεν ξεφεύγει από την θεολογία και τον εμπειρισμό, και συνεπώς, από την υιοθέτηση προ-πολιτικών αρχών. Θεωρούσε την ιδιοκτησία ως δικαίωμα λέγοντας πως το σώμα του ανθρώπου αποτελεί δώρο του θεού, και συνεπώς, ο,τιδήποτε κατασκευάζει κάποιος άνθρωπος χρησιμοποιώντας το σώμα του θα πρέπει να θεωρείται εξίσου κομμάτι του εαυτού του (ή επέκταση του εαυτού του). Ακολουθεί ο πατέρας της οικονομικής επιστήμης, Adam Smith, ο οποίος προβληματισμένος εξίσου με την φυσική κατάσταση του ανθρώπου λέει πως ο ιδιοτελής άνθρωπος μπορεί να κυβερνηθεί «δημοκρατικά», χάριν των νόμων της αγοράς. Έτσι γεννιέται ο homo economicus, ο οποίος καταργεί τον homo politicus.
Αντι-παραγωγή, ένα πρόταγμα για δημιουργική εργασία.
Είδαμε παραπάνω, ότι στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, ταυτίζεται η έννοια της εργασίας με αυτήν του μόχθου. Η υπεράσπισή της, όμως – όσο παράλογο και αν ακούγεται – αποτελεί σήμερα μια μορφή νέας θρησκείας στις περισσότερες δυτικές χώρες, με τους Νεοφιλελεύθερους ιεροκήρυκες να χυδαιολογούν συνεχώς προς οποιονδήποτε δεν ασπάζεται το δόγμα τους, προσάπτοντάς του τα γνωστά στερεότυπα: «τεμπέλης» ή «ανεύθυνος». Ο Καστοριάδης στο βιβλίο του Θρυμματισμένος κόσμος (1992), είχε πει:
Η κεντρικότητα της παράγωγης είναι δημιούργημα του καπιταλισμού· αυτό το φαντασιακό που δημιουργεί ο καπιταλισμός, η ιδέα ότι ήρθαμε στον κόσμο για να παράγουμε πράγματα, είναι τερατώδες. Να παράγουμε και όχι να δημιουργούμε, να κάνουμε ποιήματα, να ζωγραφίζουμε, να κάνουμε τρέλες κτλ. Αλλά επί οκτώ ώρες την ημέρα να συγκεντρώνουμε όλη μας την προσοχή και τις δυνάμεις στη συναρμολόγηση βιδών και κομματιών ώστε να βγαίνουν από αυτή τη δραστηριότητα πράγματα… Αυτό είναι η φαντασιακή σημασία του καπιταλισμού, η οποία πραγματοποιήθηκε σταδιακά και την οποία συμμεριζόταν πλήρως ο Μαρξ προεκτείνοντας την άκριτα στο σύνολο της ανθρώπινης ιστορίας (σ. 12-13).
Κι ενώ θα περίμενε κανείς ότι με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, οι εργατοώρες στο Δυτικό κόσμο θα μειώνονταν προς όφελος όλων, και ότι οι κυβερνήσεις θα παρότρυναν τους πολίτες κάθε χώρας να επενδύσουν στην εκπαίδευση, στις επιστήμες και τις τέχνες, κάνουν τα αδύνατα δυνατά προκειμένου να μας πείσουν ότι θα πρέπει να εργαζόμαστε περισσότερο, σκληρότερα και με χαμηλότερες αμοιβές.
Για πρώτη φορά εδώ και χιλιετίες, η «πρωτογενής» και «δευτερογενής» παραγωγή – γεωργία, μεταλλεία και μανουφακτούρα, μεταφορές – απορροφά λιγότερο από το τέταρτο του συνολικού input εργασίας (και του απασχολουμένου πληθυσμού) και θα μπορούσε μάλιστα να χρησιμοποιεί μόνο το ήμισυ αυτού του τετάρτου, αν δεν υπήρχε η απίστευτη σπατάλη που ενσωματούται στο σύστημα […] Θα μπορούσε μάλιστα να απορροφά ένα αμελητέο μόνο ποσοστό του ανθρώπινου χρόνου, χωρίς τη συνεχιζόμενη κατασκευή νέων «αναγκών» και την παλαίωση που ενσωματούται εκ κατασκευής στα περισσότερα των σημερινών προϊόντων. Κοντολογίς, μια κοινωνία ελεύθερου χρόνου είναι θεωρητικά δίπλα μας – τη στιγμή που μια κοινωνία που να καθιστά δυνατή για τον καθένα μια εργασία προσωπική και δημιουργική φαίνεται τόσο απομακρυσμένη όσο και στον 10ο αιώνα (Καστοριάδης 1992, σ.12-13).
Για εργασία προσωπική και δημιουργική, λοιπόν, κάνει λόγο ο Καστοριάδης. Πώς όμως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είναι εφικτό; Με βάση την προσέγγιση της Arendt (vita activita) θα μπορούσε η εργασία να ταυτιστεί με τη δράση. Για παράδειγμα, στην περίπτωση που κάποιος επιθυμεί να συγγράψει ένα βιβλίο, να αφοσιωθεί σε κάποια τέχνη, το αποτέλεσμα της εργασίας του (παραγωγή διαρκών τεχνουργημάτων) δεν εμπίπτει στη σφαίρα τηςαναγκαιότητας (μόχθος) -δεν το κάνει δηλαδή με σκοπό την επιβίωση – αλλά, απεναντίας, αντανακλά έναν κόσμο βαθύτερων συναισθημάτων και σκέψεων, εκλαμβάνεται ως αντικείμενο ανθρώπινης επικοινωνίας και επαφής και εισέρχεται στην σφαίρα της δημιουργίας. Ως εκ τούτου, σαν αντιπρόταση στη σύγχρονη βαρβαρότητα της ηθικής της εργασίας θέτουμε την ηθική της δημιουργίας και αντιπαλεύουμε το Νεοφιλελεύθερισμό με το να υπενθυμίζουμε ότι η ενασχόληση ενός ανθρώπου μόνο με τηναναγκαιότητα της επιβίωσης δεν απέχει και πολύ από την κατάσταση της δουλείας. Στην τελική, ίσως είναι προτιμότερο κανείς να είναι τεμπέλης παρά δούλος. Είναι όμως σίγουρα προτιμότερο καί από τα δύο, να είναι δημιουργός.
Ο Δυτικός άνθρωπος, όμως, δείχνει να βρίσκεται όμηρος μιας τελματωμένης πραγματικότητας. Αισθάνεται όχι μόνο πως δεν μπορεί να ξεφύγει αλλά τρέμει μπροστά στον φόβο της αλλαγής. Αντιλαμβάνεται πως οι ηθικοί κανόνες που ακολουθεί τυφλά, δεν οδηγούν πουθενά είτε παραμένει εγκλωβισμένος στην εθελοδουλία της εργασίας, βυθίζοντας τον εαυτό του στην πλάνη της υπερκατανάλωσης που του παρέχει τη δυνατότητα να εξαγοράσει τη χαμένη του ελευθερία με το να καταναλώνει διαφόρων ειδών σκουπιδοπροϊόντα. Νοιώθει αδύναμος να αντισταθεί και όντας εγκλωβισμένος στην ιδιωτική του σφαίρα και τον δίχως όρια ατομικισμό, επιλέγει να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα είτε βυθίζοντας τον εαυτό του στην απάθεια, είτε με το να αποδέχεται τα ψέματα δημαγωγών πολιτικάντηδων που ωστόσο ακούγονται ευχάριστα στ΄αυτιά του, φτάνοντας μέχρι και στο σημείο να αποδοκιμάζει οποιαδήποτε προσπάθεια ρήξης με τους υπάρχοντες χρεοκοπημένους θεσμούς. Αν, τελικά, υπάρχει κάτι που τον κάνει ν’ απέχει από μια κοινωνία αυτονομίας δεν είναι άλλο παρά ο εαυτός του. Η άμεση δημοκρατία δεν μπορεί να εφαρμοστεί αν δεν την απαιτήσει ο ίδιος μαζί με τους συμπολίτες του. Όσο προτεραιότητες στη ζωή του θα έχουν τα ψώνια του Σαββατοκύριακου και το θέαμα, τόσο η άμεση δημοκρατία θα απέχει από την πραγμάτωσή της. Όσο, τέλος, θα είναι πρόθυμος να θυσιάζει τη δημιουργικότητά του στο βωμό του κέρδους, για λίγες σταγόνες επίπλαστης ευτυχίας, ανίκανος να απομακρύνει από το μυαλό του μύθους και αξίες που έχουν ριζώσει βαθιά στο φαντασιακό του Δυτικού πολιτισμού, τόσο η αυτονομία θα φαντάζει μια απόμακρη και ουτοπική πολιτεία. Κι όμως, δεν έχει να κάνει τίποτα για να την απαιτήσει.
[1] Εν ολίγοις, τόσο Χριστιανισμός όσο και ο Νεοφιλελευθερισμός, παρά τις εκ διαμέτρου αντίθετες φαντασιακές τους σημασίες, διακατέχονται μια έντονη ατομοκεντρικότητα: το άτομο να κλείνεται ερμητικά στον εαυτό του, είτε για να κερδίσει τη «βασιλεία των ουρανών», είτε για να προσδώσει κύρος και αναγνωρισημότητα στον εαυτό του μέσω του πλουτισμού.
Βιβλιογραφία
Arendt, H., 1969. The Human Condition. Chicago: The University of Chicago.
Arendt, H., 1973. On Revolution. Second Edition. Penguin Books.
Weber M., 2003. The Protestant Ethic and the Spirit of Capitalism, Dover Publications.
Καστοριάδης, Κ., 1997. Η Ορθολογικότητα του καπιταλισμού, Αθήνα: Ύψιλον Βιβλία.
Καστοριάδης, Κ., 1981. Η Φαντασιακή Θέσμιση της κοινωνίας, Αθήνα: Κέδρος
Καστοριάδης, K., 1992. Ο Θρυμματισμένος κόσμος, Αθήνα: Ύψιλον Βιβλία.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ: http://eagainst.com/articles/on-work-ethic/