Ο ήλιος είχε δύσει και τον ουρανό κάλυπτε εκείνη η «μπλε ώρα» των φωτογράφων. Δύο λευκά βαν της Αστυνομίας βγήκαν γρήγορα από το Προαναχωρησιακό Κέντρο Κράτησης Μεταναστών στο Παρανέστι Δράμας και διήνυσαν τα 250 μέτρα ως τον σταθμό του τρένου. Σε λίγο, 20 μετανάστες αποβιβάστηκαν από τα βαν. Στον πανέρημο σταθμό του Παρανεστίου, ενός χωριού βαθιά χωμένου σε μια οργιώδη δασική επαρχία, νωρίς το απόγευμα του Σαββάτου ήμασταν οι μοναδικοί άνθρωποι, εκτός από τους αστυνομικούς και τους μετανάστες. Οι τελευταίοι ασυναίσθητα στάθηκαν απέναντί μας, ο ένας δίπλα στον άλλον, σαν αναμνηστική φωτογραφία. Όλοι τους ήταν νέοι, κρατούσαν καρό πλαστικές σακούλες με ρούχα κι ένα δισέλιδο έγγραφο. Κάποιοι έβγαλαν από την τσέπη κινητά τηλέφωνα και προσπαθούσαν να περάσουν την κάρτα sim.
Ήταν οι πρώτες στιγμές ελευθερίας μετά από έξι μήνες κράτησης για τον καθένα, με μοναδικό «έγκλημα» ότι είχαν μπει παράνομα στη χώρα. Τώρα όμως ήταν χαμογελαστοί και μουδιασμένοι. Οι πρώτες ώρες ελευθερίας θα κυλούσαν για τους 20 μετανάστες μέσα σε ένα βαγόνι του ΟΣΕ, το οποίο θα διέσχιζε αργά τη βραδινή βορειοελλαδίτικη καταχνιά.
Το τρένο έφτασε με ολιγόλεπτη καθυστέρηση στις 18.26 εξαιτίας της πτώσης ενός δέντρου που είχε κλείσει νωρίτερα τη γραμμή. Επιβιβαστήκαμε όλοι μαζί στο μπροστινό βαγόνι. Ο ελεγκτής πήρε κοντά του τον μοναδικό της ομάδας που γνώριζε ελληνικά κι έπειτα έκοψε δύο ομαδικά εισιτήρια «για να μη χάνει χρόνο». Κάθε μετανάστης πλήρωσε 8,20 ευρώ για το εισιτήριο ως τη Θεσσαλονίκη. Τέσσερις δεν είχαν χρήματα. Οι μετανάστες της ομάδας που ακολουθήσαμε ήταν κυρίως Αφγανοί, υπήρχαν δύο ή τρεις από το Πακιστάν κι ένας από τη Σιέρα Λεόνε. Κάθισαν όλοι στο ίδιο βαγόνι και οι περισσότεροι γρήγορα αποκοιμήθηκαν.
Ο Αφγανός Νασέρ Χαμίντι είχε υπερένταση και τα μάτια του στριφογύριζαν μέσα στο τρένο. Μου είπε ότι κατάγεται από την επαρχία Κουντούζ στο βόρειο Αφγανιστάν και ότι στην πραγματικότητα είναι 24 χρονών, αν και το αστυνομικό σημείωμα που κρατούσε έγραφε πως ήταν 20 χρονών. «Μόλις τελείωσα το σχολείο, αποφάσισα ότι δεν μπορούσα να μείνω άλλο στη χώρα μου, όπου δεν έχει σβήσει ακόμη η φλόγα του πολέμου. Πέρασα από τα τουρκικά παράλια απέναντι στην Χίο τα ξημερώματα της 10ης Αυγούστου, πάνω σε μια βάρκα. Είχα πληρώσει 1.000 δολάρια στον διακινητή. Μας συνέλαβε η ακτοφυλακή μόλις πατήσαμε στο νησί. Έπειτα από λίγες μέρες, μας μετέφεραν στην Κομοτηνή και αργότερα στο Παρανέστι» μου είπε.
Αντίθετα με το κολαστήριο στην Αμυγδαλέζα ο ίδιος μου περιέγραψε ότι στο κέντρο κράτησης της Δράμας οι συνθήκες ήταν σχετικά καλές. «Είχαμε ζέστη και καλό φαγητό. Και ούτε αντιμετωπίσαμε προβλήματα με τους αστυνομικούς». Στο Παρανέστι κρατούνταν 550 άνθρωποι, εκ των οποίων τα 2/3 είχαν σταδιακά αφεθεί ελεύθεροι μέχρι το περασμένο Σαββατοκύριακο.
Και πλέον ο Χαμίντι ταξίδευε για την Αθήνα. Στο έγγραφο που κρατούσε είχε δηλώσει ως κατοικία έναν αριθμό στην οδό Αχαρνών κι επιπλέον ότι πρέπει να εμφανίζεται μια φορά τον μήνα στο αστυνομικό τμήμα. Την ίδια διεύθυνση δήλωσαν αρκετοί μετανάστες από το ίδιο γκρουπ. «Εκεί μένει ένας φίλος μου, που κρατήθηκε 18 μήνες στην Αμυγδαλέζα και αφέθηκε ελεύθερος. Δεν έχουμε μιλήσει τις τελευταίες μέρες, όμως ελπίζω να τον βρω. Αν όχι, δεν ξέρω τι θα κάνω» μου είπε.
Στο υπηρεσιακό σημείωμα του Αφγανού μετανάστη, όπως και των υπόλοιπων στο τρένο, αναφερόταν ότι η διοικητική απέλαση αναστέλλεται για έξι μήνες για «ανθρωπιστικούς λόγους» και ότι εντός του παραπάνω χρονικού διαστήματος ο ίδιος έπρεπε να αναχωρήσει από την Ελλάδα. Ωστόσο, στην πράξη δεν είχε καθοριστεί αν και πότε οι ελληνικές αρχές μπορούν να τον απελάσουν. Και από την άλλη, δεν αποκλείεται το εξάμηνο αναστολή της απέλασης να παραταθεί σιωπηρά κατά ένα ακόμη εξάμηνο. Οι αιτούντες άσυλο εξαιρούνται από αυτές τις διορίες. Πίσω στα ντροπιαστικά κέντρα κράτησης παραμένουν όσοι μετανάστες έχουν συλληφθεί για κακουργήματα και πρόκειται να απελαθούν με δικαστική απόφαση και όσοι δεν έχουν ακόμη συμπληρώσει έξι μήνες κράτησης. Άγνωστο παραμένει τι θα συμβεί με τους τελευταίους το επόμενο διάστημα.
Στο μεταξύ, όμως δεν έχουν απαντηθεί πιο βασικά ζητήματα. Δεν διευκρινίστηκε αν θα υπάρξουν επιδοτούμενοι από την πολιτεία χώροι στέγασης (ιδρύματα, ξενοδοχεία κ.α.) και άλλες δομές πρώτης ανάγκης. Η δημιουργία ανοιχτών δομών φιλοξενίας παρέμεινε στα χαρτιά, παρά την ευρωπαϊκή δέσμευση της προηγούμενης κυβέρνησης. Κι επίσης δεν αποσαφηνίστηκε η δυνατότητα των μεταναστών που αφήνονται ελεύθεροι να εργαστούν. Στην πραγματικότητα οι υπεύθυνοι του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής φαίνεται να παραδέχονται ότι στον επόμενο έναν χρόνο (6+6 μήνες παράτασης για την απέλαση) πρόκειται να καθοριστούν οι βασικές γραμμές της μεταναστευτικής πολιτικής. Το τοπίο είναι θολό, όπως απέδειξε και ο προβληματικός επικοινωνιακός χειρισμός της υπόθεσης με το έγγραφο-διαταγή για τα κέντρα κράτησης. Μέχρι να ξεκαθαρίσει, οι μετανάστες θα βρίσκονται σε μια επίπονη κατάσταση αναμονής στις γειτονιές της Αθήνας.
Πίσω στο δρομολόγιο από το Παρανέστι στην ελευθερία, η αμαξοστοιχία έκανε μια ολιγόλεπτη στάση στο ύψος του Στρυμόνα, ώστε να προσδεθούν δύο βαγόνια συρμού που κατέβαινε από τη Βουλγαρία. Κάποια επιβάτες μας πλησίασαν τότε δηλώνοντας ανοιχτά τη δυσφορία τους για την παρουσία των μεταναστών στο τρένο! Κάποιοι μάλιστα μας ρώτησαν «τι θέλουμε και ασχολούμαστε πάλι μαζί τους».
Το δρομολόγιο συνέχισε και ρώτησα τον Οσμάν Καμαρά, 25 ετών, μετανάστη από τη Σιέρα Λεόνε, για το επεισόδιο. Εκείνος αδιαφορούσε και έδειχνε αισιόδοξος. Είχε τα μαλλιά του τζίβες και φορούσε μοντέρνα ρούχα. Μου αφηγήθηκε ότι ήρθε στην Ελλάδα το 2010 περνώντας από το «χωμάτινο σύνορο στον Έβρο», εννοώντας μάλλον το πέρασμα μεταξύ Νέας Βύσσας και Καστανιών, όπου το ποτάμι μπαίνει για δώδεκα χιλιόμετρα σε τουρκικό έδαφος και όπου σήμερα υψώνεται ο φράχτης. Ο Καμαρά ζούσε στο Παγκράτι, εκεί δήλωσε και τη νέα του διεύθυνση, και έβγαζε χρήματα παίζοντας παραδοσιακή αφρικάνικη μουσική στο Μοναστηράκι. «Έχω δύο αδερφές κι έναν αδερφό, που βρίσκονται πίσω στη Σιέρα Λεόνε. Ο εμφύλιος συνεχίζεται εκεί κάτω για δώδεκα χρόνια και επιπλέον ο πληθυσμός χτυπήθηκε από την επιδημία του Έμπολα» μου είπε. Στην Αθήνα με περιμένουν φίλοι μου. Έχω ήδη ζητήσει πολιτικό άσυλο και περιμένω απάντηση».
Το τρένο έφτασε στη Θεσσαλονίκη λίγο πριν τις 23.00. Λιγοστοί φίλοι τους περίμεναν στον κακοφωτισμένο επιβατικό σταθμό και έτρεξαν να τους αγκαλιάσουν. Ορισμένοι από την ομάδα του Παρανεστίου θα έμεναν για λίγες μέρες στη Θεσσαλονίκη, αναζητώντας, χωρίς να το παραδέχονται, κάποιον σύνδεσμο για το πέρασμα μέσω των συνόρων Ελλάδας-ΠΓΔΜ προς τη Δυτική Ευρώπη. Ο Χαμίντι και ο Καμαρά στήθηκαν στην ουρά για να εκδώσουν νέο εισιτήριο για την Αθήνα. Δεν ήταν καθόλου σίγουροι ότι θα έβρισκαν ανοιχτά τα σπίτια που δήλωσαν στα υπηρεσιακά σημειώματα της αστυνομίας ούτε και τους φίλους τους στα παλιά στέκια. Το τρένο θα έφτανε στην πρωτεύουσα λίγο πριν τις 5 τα ξημερώματα.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ: http://www.vice.com/