Nov 172013
 

Το “πάθημα” από την κατάρρευση της Lehman Brothers και την χρηματοπιστωτική κρίση που ακολούθησε, απειλώντας να τινάξει το παγκόσμια οικονομικό σύστημα στον αέρα, μάλλον δεν… έγινε μάθημα. Πέντε χρόνια και δύο μήνες μετά την πτώχευση της τέταρτης μεγαλύτερης επενδυτικής τράπεζας στις ΗΠΑ, οι παγκόσμιες προσπάθειες μεταρρύθμισης της αγοράς παραγώγων δείχνουν να πέφτουν στο κενό και η «φούσκα» συνεχίζει να μεγαλώνει.

Οι εξωχρηματιστηριακές (OTC) συναλλαγές της παγκόσμιας αγοράς παραγώγων όχι μόνο δεν περιορίστηκαν υπό το φόβο μίας νέας κρίσης και υπό την ασφυκτική (;) πίεση των νέων ρυθμιστικών πλαισίων, αλλά βρέθηκαν στο δεύτερο υψηλότερο επίπεδο όλων των εποχών. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS), της κεντρικής τράπεζας των κεντρικών τραπεζών, οι συναλλαγές παραγώγων διαμορφώθηκαν στα 693 δισ. δολάρια τον Ιούνιο του 2013, έναντι 583 δισ. δολαρίων τον Ιούνιο του 2010 και 508 δισ. δολαρίων τον Ιούνιο του 2007.

Πρόκειται για το δεύτερο υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί στα μέσα του έτους. Είναι ενδεικτικό ότι μόνο μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2013 οι συναλλαγές παραγώγων αυξήθηκαν κατά 9% καθώς τον Δεκέμβριο του 2012 διαμορφώθηκαν στα 633 τρισ. δολάρια, ενώ ιστορικό ρεκόρ σημειώθηκε τον Ιούνιο του 2011, στα 706 τρισ. δολάρια.

Η μερίδα του λέοντος ανήκει στα παράγωγα επιτοκίων (interest rate derivatives) και ειδικότερα στις συμφωνίες ανταλλαγής επιτοκίων (interest rate swaps). Τα ονομαστικά υπόλοιπα των interest rate swaps διαμορφώθηκαν στα 437 τρισ. δολάρια, έναντι 299 τρισ. δολαρίων τον Ιούνιο του 2007. Τα πονταρίσματα, δηλαδή, που κάνουν τράπεζες, επενδυτές και κερδοσκόποι στις μεταβολές των επιτοκίων ξεπερνούν σε όγκο το χρέος των ΗΠΑ κατά περίπου 25 φορές.

Τα ποσά από μόνα τους προκαλούν ίλιγγο, ενώ αναγκάζουν τους αναλυτές να αναζητούν τρόπους αναχαίτισης του φαινομένου, πριν η “φούσκα” των παραγώγων διογκωθεί περαιτέρω. Αρκεί μία σύγκριση με το παγκόσμιο ΑΕΠ, το οποίο διαμορφώνεται περί τα 69,97 τρισ. δολάρια. Με άλλα λόγια, η αγορά παραγώγων, στο σύνολό της, είναι τουλάχιστον 10 φορές μεγαλύτερη από την παγκόσμια οικονομική παραγωγή!

Στον απόηχο της κρίσης που ξέσπασε το 2008, οι πολιτικοί δεσμεύτηκαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά το φαινόμενο γιγάντωσης της εν λόγω αγοράς και να κλείσουν τα όποια παραθυράκια. Γι΄ αυτό το λόγο κινήθηκαν προς της εφαρμογή μέτρων για την ενίσχυση της διαφάνειας και παράλληλα την αύξηση των χρεώσεων που συνοδεύουν τις εξωχρηματιστηριακές συμφωνίες ανταλλαγής, τα γνωστά swaps.

Παρ΄ όλα αυτά, σήμερα, πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι βασικός υπαίτιος για την τεράστια διόγκωση της συγκεκριμένης αγοράς είναι ο ίδιος ο βασικός πυλώνας των εν λόγω μέτρων, ήτοι ο κεντρικός συμψηφισμός. Και αυτό γιατί ο κεντρικός συμψηφισμός των τυποποιημένων παραγώγων επιτοκίων και των CDS επί δεικτών (index CDS) πρόσθεσε δισεκατομμύρια δολάρια στα υφιστάμενα υπόλοιπα λόγω του φαινομένου του “double-counting” (διπλή καταμέτρηση).

Όπως αναφέρει η BIS, η αύξηση οφείλεται εν μέρει στην ενίσχυση της τάσης για συμψηφισμό μέσω οργανισμών συμψηφισμού κεντρικού αντισυμβαλλόμενου (CCP). Όταν τα παράγωγα συμβόλαια εκκαθαρίζονται μέσω τέτοιων φορέων, τα ονομαστικά ποσά που καταγράφονται για τις μελέτες της BIS αυξάνονται καθώς το κάθε συμβόλαιο γίνεται διπλό.

Οι CCP είναι φορείς που λειτουργούν ως ενδιάμεσοι μεταξύ αντισυμβαλλόμενων για συμβόλαια που διαπραγματεύονται σε μία ή περισσότερες αγορές και γίνονται αγοραστές για κάθε πωλητή και πωλητές για κάθε αγοραστή. Όταν ένα παράγωγο συμβόλαιο συμψηφίζεται μέσω CCP, τότε το συμβόλαιο αυτό αντικαθίσταται, σε μία διαδικασία που ονομάζεται «ανανέωση», από δύο συμβόλαια: ένα μεταξύ του αντισυμβαλλόμενου Α και του CCP και ένα μεταξύ του CCP και του αντισυμβαλλόμενου Β. Κατά συνέπεια, από τη στιγμή που η BIS καταγράφει όλες τις υφιστάμενες θέσεις, λαμβάνει υπόψη και τα δύο συμβόλαια.

Και μπορεί με αυτό το είδος μέτρησης να υπερεκτιμάται το «φυσικό» μέγεθος της αγοράς, ωστόσο είναι κατάλληλο για να μετρηθεί ο κίνδυνος αντισυμβαλλόμενου, δεδομένου ότι κάθε συμβόλαιο εμπεριέχει ρίσκο αθέτησης.

Αγορά

Πρόκειται για μία αγορά οι “συντεταγμένες” της οποίας είναι πολύ δύσκολο να εντοπιστούν, ενώ το ρυθμιστικό της πλαίσιο συνεχώς αυστηροποιείται για να γίνει… πιο χαλαρό. Παρά το γεγονός ότι ο κανόνας του Volcker περιορίζει τις κερδοσκοπικές συναλλαγές στις οποίες μπορούν να προβούν εμπορικές τράπεζες, αναλυτές εκτιμούν ότι σε καμία περίπτωση δεν συγκρίνεται με το κανονιστικό πλαίσιο Glass-Steagall με το οποίο οι εμπορικές και οι επενδυτικές εργασίες των τραπεζών ήταν πλήρως διαχωρισμένες στη μεγαλύτερη διάρκεια του περασμένου αιώνα.

Τα παράγωγα είναι χρηματοοικονομικά προϊόντα των οποίων η αξία καθορίζεται βάσει της «συμπεριφοράς» ενός άλλου στοιχείου, το οποίο μπορεί να είναι από πετρέλαιο, χρηματιστηριακός δείκτης και επιτόκια μέχρι και ο ίδιος ο καιρός. Τα Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης (futures), τα δικαιώματα αγοράς ή πώλησης (options/put/calls), τα ασφάλιστρα έναντι ρίσκου αθέτησης χρέους (τα περίφημα Credit Default Swaps ή CDS), τα δομημένα ομόλογα, τα στεγαστικά δάνεια μειωμένης εξασφάλισης και δεκάδες άλλα σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα και υποπροϊόντα στο όνομα της κερδοσκοπίας “τζογάρουν” τρισ. δολάρια.

Επίσης, ένα παράγωγο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αντιστάθμιση κινδύνου ή την εγγύηση ενός άλλου παραγώγου. Έτσι δημιουργείται μία αγορά που προσφέρει αναρίθμητες επιλογές και διογκώνεται, λόγω μόχλευσης, εύκολα και γρήγορα, καθιστώντας έως και αδύνατη την επιτήρησή της.

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Πηγή: http://www.capital.gr/

Sorry, the comment form is closed at this time.