Μια Παρασκευή.
Μαθητικός τσαμπουκάς, κοινωνική αλληλεγγύη και ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος.
Είναι η ιστορία μιας μέρας, αλλά είναι κι η ιστορία αιώνων ολόκληρων. Είναι η ιστορία μιας Παρασκευής, ή καλύτερα δύο Παρασκευών. Μιας μέρας Παρασκευής όταν αυτός ο περίεργος Σεπτέμβρης τελείωνε, και του τόπου της Αγίας Παρασκευής.
Ξεκίνησε με ένα πρωινό τηλέφωνο, κάπως αναμενόμενο. «Ακούγεται ότι θα επέμβει η αστυνομία στην κατάληψη». Στο κοντινό μου Λύκειο, όπως με ενημέρωσαν μαθητές γνωστοί μου από την περιοχή, από την προηγούμενη είχαν πάρει απόφαση για κατάληψη σε μια συνέλευση που μετείχαν όλοι. Μόλις η συνέλευση τελείωσε, έξω από το σχολείο εμφανίστηκαν αστυνομικές δυνάμεις (τέτοια ενημέρωση ούτε το FBI στα καλύτερά του δεν είχε) απειλώντας τους μαθητές, ζητώντας και παίρνοντας ονόματα σε μια εμφανή προσπάθεια εκφοβισμού που δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε κάποιου είδους ποινή. Με βάση αυτό και κυρίως γνωρίζοντας τη στάση του διευθυντή θεώρησαν ότι την επομένη θα έχουν προβλήματα. Και δεν είχαν άδικο.
Φτάνοντας έξω από το σχολείο η εικόνα ήταν αρκετά παρόμοια με τις συνήθεις σε τέτοιες περιπτώσεις. Μια αλυσίδα κρατούσε κλειστή την κεντρική πόρτα, ενώ σε άλλες μικρότερες ήταν τοποθετημένα θρανία ανάποδα. Τα κάγκελα χώριζαν δύο διαφορετικούς κόσμους. Από τη μία, πίσω από αυτά ήταν ο κόσμος της αξιοπρέπειας, δεκάδες μαθητές που με τη μεγαλύτερη χαρά από ποτέ ξύπνησαν από τα άγρια χαράματα και ήρθαν στο σχολείο τους για να υλοποιήσουν την απόφαση που δημοκρατικά έλαβαν. Από την άλλη ένας θλιβερός συρφετός, όχι και αρκετά μαζικός είναι η αλήθεια, καθηγητών και γονέων, με επικεφαλής το μίζερο γυαλαμπούκα διευθυντή, που ζητούσαν από τα παιδιά να ανοίξουν το σχολείο.
«Η επιλογή είναι δικιά σας. Αλλά αν αποφασίσετε να κάνετε κατάληψη να ξέρετε ότι θα έρθει η αστυνομία και θα σας συλλάβει». Κάπως έτσι περιέγραφε τις δύο επιλογές που ελεύθερα τα παιδιά είχαν μπροστά τους. «Πήραμε απόφαση, δεν έχουμε κάνει κανένα έγκλημα, έχουμε δίκαια αιτήματα, φύγετε και θα κάνουμε νέα συνέλευση να αποφασίσουμε μόνοι μας» απαντούσαν οι μαθητές. «Να, βλέπεις, με παίρνει τηλέφωνο ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος και με ρωτάει αν θα κάνετε κατάληψη για να έρθουν. Μίλα του αν θες», συνέχιζε με περισσή δόση θεατρινισμού, και έναν τρόμο έμφυτο αλλά και προσποιητό, ο διευθυντής που διαρκώς καλούσε τα παιδιά να συζητήσουν «ήρεμα», προσπαθώντας να ορίσει όποιον έβρισκε σε αρχηγό για να διαπραγματευτεί. «Μα είναι πράγματα αυτά, θα το μάθουν και οι γονείς σας» έλεγαν οι καθηγητές. «Να το πείτε, δεν ντρεπόμαστε για το ότι κάνουμε» τους δίδασκαν οι μαθητές τους. Κάποια στιγμή βλέποντας ότι οι μαθητές δεν θα υποχωρούσαν έτσι απλά και αφού κουράστηκαν οι παρατρεχάμενοι του διευθυντή και πήγαν για καφέ, για να μιλήσουν για ποδόσφαιρο ή να βάψουν τα νύχια τους, τελικά τα παιδιά μπόρεσαν να μπουν μέσα και να κάνουν συνέλευση.
Εκεί αποχωρώ και εγώ, για να πάω στη δουλειά. Όταν γυρίζω το μεσημέρι, η εικόνα είναι λίγο διαφορετική. Έξω από την είσοδο έχει αναρτηθεί ένα χαρτί. Πάνω σε αυτό είναι γραμμένα τα αιτήματα των μαθητών και το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, 129 υπέρ -62 κατά. Η πόρτα παραμένει αλυσοδεμένη και μπροστά από αυτή πάνω από 50-60 μαθητές καθισμένοι. Λίγο πιο πέρα συναντάω αρκετούς κατοίκους που έχουν συρρεύσει για να συμπαρασταθούν στα παιδιά, εκπροσώπους από το σύλλογο γονέων που καλούν σε προστασία των μαθητών από την αστυνομική επέμβαση, μέλη συλλογικοτήτων, εκπαιδευτικοί (της άλλης μπάντας, αυτής που διδάσκει το ορθό ανάστημα και όχι το σκυμμένο κεφάλι). Όλοι εμείς είμαστε οι «εξωσχολικοί», «οι υποκινητές». Λίγη ώρα αργότερα δύο περιπολικά και δύο μηχανάκια της αστυνομίας καταφθάνουν. Οι μαθητές σηκώνονται όρθιοι κάνουν αλυσίδες και φωνάζουν «Με ΜΑΤ και βία δε γίνεται Παιδεία». Γύρω στους δέκα οι αστυνόμοι, μπροστά ο διοικητής αρχίζει να απειλεί: Έχουμε εντολή να μπούμε στο σχολείο, θα σπάσουμε την αλυσίδα, θα σας πάμε όλους στο τμήμα… «Γιατί να μας πάτε στο τμήμα, επειδή παλεύουμε για δωρεάν παιδεία», «εσείς παιδιά δεν έχετε», «γιατί ήρθατε εδώ, εμάς εδώ είναι το σχολείο μας». Αυθόρμητος εφηβικός τσαμπουκάς, τόσο αυθεντικός, τόσο ατρόμητος, τόσο αφοπλιστικός. Θυμάστε τη σκηνή στο Θίασο που εκτελούν οι Γερμανοί τον αρχικό θιασάρχη και τους λέει κάτι σαν «Εγώ ήρθα εδώ από την Μικρά Ασία, εσείς από πού ήρθατε;».
«Έχουμε εντολή του εισαγγελέα, ή θα μας αφήσετε ή θα ασκήσουμε βία». «Γιατί απειλείς τα παιδιά;». Χωρίς να το πολυκαταλάβω έχω εμπλακεί και εγώ στην αντιπαράθεση. «Ποιος σας κάλεσε και γιατί, δεν τελείται κανένα αδίκημα» αναρωτιέμαι και εγώ μαζί με πολλούς ακόμα. «Εσύ ποιος είσαι, έχεις σχέση με το σχολείο»; «είμαι κάτοικος και ήρθα να συμπαρασταθώ στα παιδιά, εσείς ποιος είστε». Η λεκτική διαμάχη θα διαρκέσει αρκετή ώρα, ούτε στιγμή ούτε ένας από τους μαθητές δεν έχει κουνηθεί από τη θέση του. Ώσπου ακούω τον διοικητή να με καλεί στο τμήμα «αφού έχεις πρόβλημα με το έργο μας». Δύο αστυνόμοι κινούνται προς την προσαγωγή μου, αλλά σε κλάσματα του δευτερολέπτου δεκάδες μαθητές, αλλά και ο γύρω κόσμος τους έχει αποτρέψει. Η αλήθεια είναι ότι δεν επιχειρήθηκε σοβαρά, η κατακραυγή αναθεώρησε την πρόθεσή τους σε λίγα δευτερόλεπτα. Ωστόσο οι αγωνιζόμενοι εξαγριώθηκαν, κρατημένοι χέρι χέρι φώναζαν με όλη τους τη φωνή συνθήματα. Τελικά μετά από αρκετή ώρα και ενώ όλο και περισσότερος κόσμος μαζευόταν οι αστυνομικές δυνάμεις αποχώρησαν μέσα σε συνθήματα και χειροκροτήματα για τη μικρή αλλά και τόσο μεγάλη νίκη.
Έχει άραγε τόση σημασία αυτή η ιστορία για να γράφω τόσες λέξεις; Έχει. Όχι για την προσωπική μου ανάμειξη που ήταν μάλλον τυχαία και όχι και τόσο ηρωική. Αλλά για το πόσα συμβολίζει, πόσα δείχνει.
Μαθητικός τσαμπουκάς, οργή πιο συσσωρευμένη και πιο συνειδητή από ποτέ. Υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από αυτό; Τόση δύναμη. Μπορεί ρε κερατάδες να μας έχετε κάνει φτωχούς, να μας διαλύετε το μέλλον, να μη μας δίνετε βιβλία, αλλά τον τσαμπουκά μας δε θα τον σπάσει κανείς. Και για αυτό θα νικήσουμε. Μπορεί σήμερα, μπορεί αύριο, μπορεί αργότερα αλλά στο τέλος θα νικήσουμε.
Λένε οι γνωστοί ανέραστοι: «δεν ξέρουν γιατί παλεύουν, τα παιδιά είναι μικρά». Αυτό το επιχείρημα πόσο το σιχαίνομαι! Και όχι μόνο γιατί συνήθως αυτοί που το εκφράζουν βαριούνται ή αδιαφορούν για τα αιτήματα που τίθενται που στην προκειμένη περίπτωση, στις τωρινές μαθητικές καταλήψεις, είναι όσο πιο πραγματικά και δίκαια γίνεται. Τι θα πουν τώρα όλοι αυτοί που λοιδορούν τις «καταλήψεις για την τυρόπιτα», τώρα που θα γίνονται όλο και πιο συχνά για το λόγο αυτό, γιατί οι μαθητές δεν θα έχουν πραγματικά λεφτά ούτε για μια τυρόπιτα. Ούτε γιατί στα τόσα χρόνια που έχω γνωρίσει αυτούς τους «χωρίς γνώση» αγωνιστές, έχω βρει μερικούς από τους πιο σοβαρούς, συγκροτημένους και με δίψα για γνώση ανθρώπους, ενώ στην αντίπερα όχθη μόνο πεζούς, αδιάφορους που θα έδιναν Νόμπελ στη Σώτη Τριανταφύλλου, έχω πετύχει. Αλλά κυρίως γιατί το να μην ξέρεις γιατί αγωνίζεσαι είναι πολύ καλύτερο από το να ξέρεις γιατί έχεις υποταχθεί. Φταίει ο φόβος, φταίει το βόλεμα που φαντάζεσαι ότι έχεις και θα θυσιάσεις, φταίει που έχεις πειστεί ότι τίποτα δεν αλλάζει, φταίει που είσαι χαζός είτε από μόνος σου είτε γιατί σε έμαθαν, φταίει που πάντα διψούσες για λίγη εξουσία, ή που πάντα έτρεμες τον κόσμο ή που έμαθες να γλύφεις. Πολλά, αλλά τα γνωρίζεις. Και πάντα θα βρεις ένα λόγο για να κάτσεις στο δίπλα πεζοδρόμιο, να κοιτάς τι γίνεται ή και να ρουφιανεύεις λιγάκι. Ε τέτοιους λόγους «ρεαλιστικούς» όπως νομίζεις δεν έχουν τα παιδιά για να κάνουν καταλήψεις.
Αν βάλουν το μυαλό τους να δουλέψει, όπως τους δασκαλεύουν θα καταλάβουν ότι πρέπει να κοιτάξουν τα μαθηματάκια τους, την πάρτη τους, να μην ζητάνε τα πολλά. Αυτό δεν είναι το λογικό; Αυτό δε μαθαίνει το σχολείο; Αυτό δε τους είπε και ο γυμνοσάλιαγκας που παριστάνει το γυμνασιάρχη ενώ θα προτιμούσε να είναι βασανιστής στη χούντα; Όμως ξέρετε ακόμα και η λογική έχει πολλές όψεις. Και για αυτό οι μαθητές επέλεξαν την πιο ρεαλιστική τελικά λογική. Που τι λέει; Εμείς γεννηθήκαμε, πάμε σχολείο, διαβάζουμε, κάνουμε ότι περίπου συνηθίζεται να κάνει ένας μαθητής. Δεν φταίμε σε τίποτα. Και όμως οι γονείς μας πια δεν έχουν να μας δώσουν το χαρτζιλίκι μας, τρέχουμε από το πρωί μέχρι το βράδυ, πληρώνουμε δεξιά και αριστερά και αν τα καταφέρουμε θα μπούμε σε ένα πανεπιστήμιο που δεν θα είναι δωρεάν και θα δίνει πτυχία για την ανεργία. Μας εξοντώνουν καθημερινά και τώρα μας βάζουν να πληρώνουμε και για τα βιβλία μας, να κάνουμε μάθημα σε άθλιες και υπερφορτωμένες από μαθητές αίθουσες. Δε φτάσαμε καν σε ηλικία να οδηγούμε αμάξι και μας κλέψατε το μέλλον. Ε δεν πάτε να γαμηθείτε. Και εσύ γελοίε διευθυντή, κι εσύ άβουλε καθηγητή, κι εσύ θλιβερέ περαστικέ που στέκεσαι απέναντι σα χαζός. Τώρα ήρθε η ώρα να διαβώ έναν άλλο δρόμο. Είσαι μαζί μου ή εναντίον μου;
«Εμείς σας θέλουμε μαζί μας, εσείς γιατί πάτε με τους αντίπαλους μας», αναρωτιόταν μια κοπέλα. «Γιατί κάθεστε και κοιτάτε, τα παιδιά σας απειλούν, τους μαθητές σας θα συλλάβουν. Για αυτό διοριστήκατε»; Τους ρωτάγαμε με αγωνία. Τα παιδιά έλεγαν ειρωνικά «ένα χειροκρότημα για τους καθηγητές μας». Και όταν έφυγε η αστυνομία: «Καθηγητές, tv, νεοναζί, όλα τα καθάρματα δουλεύουνε μαζί». Τέτοια κατάντια, για μερικούς ανθρώπους που η δουλειά τους είναι να βρίσκονται δίπλα στους μαθητές και κόντρα στην εξουσία. Υπάρχουν και χιλιάδες άλλοι, εκπαιδευτικοί με ψυχή, με πάθος στην πρώτη γραμμή για μια παιδεία για την κοινωνία. Όπως και σε κάθε χώρο πια η μάχη μαίνεται και είναι αδυσώπητη. Από τη μια μεριά όποιος στέκεται όρθιος, όποιος δίνει το είναι του για να αλλάξει πια αυτή ζωή που πλέον δεν αντέχεται, όποιος κοιτά στα μάτια τον διπλανό του σαν να προετοιμάζονται για μια μάχη διαρκείας και η ματιά του είναι κοφτερή και καυτή. Και από την άλλη ο «παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος», αυτός ο γνωστός αιώνες τώρα. Του Μπίρμαν, «κέρδος ποτέ μα από παθήματα χορτάτος, που συνηθίζει στην κάθε βρωμιά, αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβά κι επαναστάσεις στ’ όνειρά του αναζητεί, τον έχω βαρεθεί».
Σίγουρα υπήρχε πάντα. Όμως σε εποχές κρίσης σαν τη σημερινή, σε συνθήκες που το σύστημα δεν μπορεί να βρει θετική στήριξη από κανέναν, το πραγματικό εμπόδιο για την ανατροπή του κόσμου της εκμετάλλευσης είναι αυτό. «Δούλεψε τίμια. Διάβασε. Κοίταξε τον εαυτό σου, ενδιαφέρσου για την οικογένειά σου και άφησε τους πολιτικούς να κάνουν ό, τι οι νόμοι και το Σύνταγμα ορίζουν», έλεγε ο Στυλιανός Παττακός το 1965 και λίγο μετά ήρθε η χούντα. Αληθινά ποτέ δε φοβήθηκα το αντικοινοβουλευτικό μένος σαν εν δυνάμει προμήνυμα φασισμού. Αυτό το πιστεύουν όσοι απολαμβάνουν τη θαλπωρή της αστικής δημοκρατίας, που ποτέ δεν συμπάθησα. Αλλά αυτό που πραγματικά με φοβίζει είναι η ενίσχυση αυτού του ρεύματος ανθρωπακισμού. Του «κοιτάω τη δουλίτσα μου», του «τα πράγματα είναι δύσκολα πρέπει να προσπαθήσω να τα βολέψω». Αυτή η στάση δεν είναι ίδια με του διευθυντή, αλλά είναι πολύ πιο επικίνδυνη και πολύ πιο μαζική. Νομίζω, ότι στοιχεία αυτής της στάσης εκφράζουν οι «αγανακτισμένοι φοιτητές», οι άβουλοι ή και πρωτεργάτες της αντικατάληψης γονείς και καθηγητές, οι φοβισμένοι στους χώρους δουλειάς που γίνονται συχνά και τσιράκια του αφεντικού.
Και την είδα αυτή τη στάση εκείνη την Παρασκευή. Όπως όμως είδα και την άλλη στάση και μάλιστα πλειοψηφική. Γιατί είδα 14 χρονα παιδιά να στέκονται όρθια και να κρατάει το ένα το άλλο για να πάρουν δύναμη και θάρρος απέναντι στην αστυνομία. Γιατί είδα τα ίδια παιδιά να ορμάνε να με βοηθήσουν. Γιατί είδα κατοίκους να τρέχουν να συμπαρασταθούν και την κοινωνική αλληλεγγύη να νικά την κρατική τρομοκρατία. Γιατί όλοι μαζί στο τέλος αγκαλιαζόμασταν όταν έφυγε η αστυνομία. Γιατί στο φούρνο πιο πέρα τα συζητάγαμε με άγνωστούς μου και λέγαμε ότι δεν τους θέλουμε τους διοικητές στη γειτονιά μας.
Για όλα αυτά θα είμαι πάντα πρόθυμος να είμαι «εξωσχολικός», αν αυτό σημαίνει να βρίσκομαι στο πλευρό των αδερφών μου, όπως αυτοί βρίσκονται στο δικό μου. Θα είμαι με χαρά αν και εγώ έχω καταφέρει να μπω στο σχολείο ενώ η αστυνομία όχι. Και θα είμαι και γιατί ξέρω ότι τα στίγματα που σου αφήνει η συλλογική πάλη είναι ανεξίτηλα και σε ακολουθούν, πράγμα που θυμήθηκα ξανά όταν την επόμενη μέρα έμαθα ότι ένας πολύ καλός φίλος και σύντροφος βρέθηκε στα κρατητήρια της Νέας Υόρκης επειδή συμμετείχε στην κατάληψη της Wall Street.
Μια όμορφη μέρα λοιπόν…
Υ.Γ. Δεν με απασχολεί στο κείμενο αυτό, άρα ούτε και σε σχόλια πάνω σε αυτό να γράψω για τη σημασία των καταλήψεων, τα αιτήματα κ.α. Όποιος δεν καταλαβαίνει ή δεν συμφωνεί δεν πειράζει. Ευτυχώς πέρα από τη μούχλα του διαδικτύου «έξω οι δρόμοι αναπνέουν διψασμένοι ανοιχτοί»
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ: https://ilesxi.wordpress.com/